αιωνόβιος

αιωνόβιος
-α, -ο
αυτός που έχει μακρά ζωή, μακρόβιος: Στο χωριό ζούσαν και δυο αιωνόβιοι γέροι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰωνόβιος — immortal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιωνόβιος — ια, ιο (Α αἰωνόβιος, ιον) αυτός που ζει στους αιώνες, αιώνιος, αθάνατος νεοελλ. μακρόβιος, πολύχρονος αρχ. 1. ως τίτλος τών βασιλέων τής Αιγύπτου 2. ως τίτλος τού Θεού μτγν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + βίος] …   Dictionary of Greek

  • αἰωνόβιον — αἰωνόβιος immortal masc/fem acc sg αἰωνόβιος immortal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰωνοβίῳ — αἰωνόβιος immortal masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰωνόβιε — αἰωνόβιος immortal masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • δασμόβιος — α, ο (για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο επειδή τόν προστατεύει το δασμολογικό καθεστώς, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, μακρόβιος, μηχανόβιος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δασόβιος — α, ο (για ζώα και φυτά) όποιος ζει και αναπτύσσεται σε δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, δασμόβιος, μηχανόβιος)] …   Dictionary of Greek

  • δηρόβιος — και δωρ. τ. δαρόβιος ον (Α) αιωνόβιος, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”